μελεδήμονες

μελεδήμονες
μελεδήμων
careful
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελεδήμων — μελεδήμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ. β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ήμων (πρβλ. ειδ ήμων, νο ήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”